μεσονήστιμος

μεσονήστιμος
μεσονήστιμος, -ον (Μ)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέσο τής νηστείας ή αυτός που συμπίπτει με το μέσο τής νηστείας
2. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ μεσονήστιμος, τὸ μεσονήστιμον
η μεσαία εβδομάδα τής Μεγάλης Σαρακοστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + νήστιμος (< νῆστις «νηστεία»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”